- κορνικουλάριος
- κορνικουλάριοςcorniculariusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορνικουλάριος — και κορνιουκλάριος, ὁ (Α) 1. στρατιώτης που έλαβε ως βραβείο ένα κερατοειδές κόσμημα τού κράνους και προήχθη σε ανώτερη τάξη 2. πάρεδρος, βοηθός, γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cornicularius (< corniculum, υποκορ. τού cornu «κέρας»)] … Dictionary of Greek
κορνικουλαρίου — κορνικουλάριος cornicularius masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορνικουλαρίῳ — κορνικουλάριος cornicularius masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορνικουλάριον — κορνικουλάριος cornicularius masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)